Μιας και το βάρος των οικονομικών προβλημάτων μεγαλώνει στη χώρα μας, νομίζω πως θα μας ενδιέφερε και μια εναλλακτική που μου κέντρισε το ενδιαφέρον. Η συγκεκριμένη ανάλυση και συνέντευξη είναι το "ζουμί", η θεωρία του "δούναι και λαβείν" στη σύγχρονη εποχή. Σε επόμενη ανάρτηση θα το δούμε και στην πράξη...
Η λέξη οικονομία, συνειρμικά, φέρνει στο μυαλό των περισσότερων την έννοια του κέρδους. Μπορεί να συνοδεύεται και από επιθετικούς προσδιορισμούς όπως λογικό κέρδος, μεγάλο κέρδος, αισχρό αλλά, στον πυρήνα της σκέψης, είναι το κέρδος που καθοδηγεί την οικονομική δραστηριότητα. Σε αρκετούς, η λέξη οικονομία μπορεί και να διαχωρίζεται σε ιδιωτική και δημόσια, με τη δεύτερη να εξυπηρετεί το συλλογικό όφελος.
Τα τελευταία όμως χρόνια και, ελέω της οικονομικής δυσκολίας που αφορά όλο και περισσότερα κοινωνικά στρώματα, η Ελλάδα ανακαλύπτει ένα σχετικά καινούριο πρόσωπο της οικονομίας, την κοινωνική οικονομία ή για να είμαστε πιο ακριβείς, τον τρίτο τομέα της οικονομίας.
Τι είναι όμως κοινωνική οικονομία και πώς διαχωρίζεται από τους άλλους τομείς της οικονομίας, την εμπορευματική και τη δημόσια οικονομία;
Η συζήτηση που ακολουθεί με τον καθηγητή στο τμήμα Διοίκησης Κοινωνικών - Συνεταιριστικών Επιχειρήσεων και Οργανώσεων στο ΤΕΙ Μεσολογγίου, Τάκη Νικολόπουλο επιχειρεί να εξηγήσει, να αποσαφηνίσει τον όρο αλλά και να μας εξοικειώσει με τις διαφορετικές μορφές της.
Αν και μερικές φορές τα όρια είναι δυσδιάκριτα, όπως θα πει παρακάτω, υπάρχουν κάποια χαρακτηριστικά που διαφοροποιούν την κοινωνική οικονομία:
Είναι μια οικονομία φτιαγμένη από πολίτες και όχι καταναλωτές, για να καλύπτει τις ανάγκες τους, μέσω ισοδίκαιου καταμερισμού των πόρων. Η αλληλεγγύη και η δημοκρατική συμμετοχή είναι βασικό συστατικό της. Είναι «φιλική» με το περιβάλλον, αναπτύσσεται κατά κύριο λόγο τοπικά και με αειφορικές τεχνικές, ενώ δε στοχεύει στη μεγέθυνση των οικονομικών μονάδων.
Μπορεί να χωριστεί στην οργανωμένη θεσμική κοινωνική οικονομία - , σε αυτήν αναφέρεται και το πρόσφατο νομοσχέδιο του υπουργείο Εργασίας περί κοινωνικών επιχειρήσεων , που εισάγει για πρώτη φορά την έννοια της κοινωνικής συνεταιριστικής επιχείρησης.
Το πιο όμως ενδιαφέρον κομμάτι της, είναι η μη θεσμική,η εναλλακτική ή αλλήλεγγυα οικονομία. Αυτό το κομμάτι που πειραματίζεται με ανταλλαγές, νομίσματα, χαριστικά δίκτυα, ηθικό εμπόριο ενώ αναζητά ανθρώπινες λύσεις, σε μια δύσκολη οικονομική κατάσταση ή ως μια απάντηση ενός εναλλακτικού τρόπου ζωής.
Ο ορισμός είναι δύσκολος. Αναφερόμαστε στον (υπό ευρεία έννοια) τρίτο τομέα της Οικονομίας και τα όρια ανάμεσα στους τομείς δεν είναι πάντα ευδιάκριτα.Ο πρώτος τομέας αφορά στην ιδιωτική εμπορευματική οικονομία, δηλαδή τις επιχειρήσεις που λειτουργούν με σκοπό το κέρδος.Ο δεύτερος τομέας αφορά στη δημόσια ή κρατική οικονομία, που το κράτος ή άλλες μονάδες προσφέρουν αγαθά και υπηρεσίες με αναδιανεμητικό χαρακτήρα.
Ο τρίτος τομέας, λοιπόν, αφορά στο ευρύ πεδίο της αλληλέγγυας οικονομίας. Είναι μια οικονομική δραστηριότητα που ξεκινάει «από κάτω». Πρόκειται κατά κύριο λόγο για μια πρωτοβουλία των πολιτών («οικονομία των πολιτών», δηλαδή από τους πολίτες και για τις ανάγκες αυτών) που δεν αποσκοπεί στο κέρδος. Πρόκειται με άλλα λόγια για μια «οικονομία των (πραγματικών) αναγκών».
Θα μπορούσαμε να τονίσουμε ορισμένα χαρακτηριστικά της για να γίνει πιο αντιληπτό:
Η εκούσια συμμετοχή των ατόμων και η δημοκρατική έκφρασή τους είναι το πρώτο.
Η λειτουργία στο πλαίσιο της κοινωνίας και της κάλυψης των αναγκών των πολιτών, αναδεικνύει το δεύτερο χαρακτηριστικό, δηλαδή την αλληλεγγύη.
Στόχος της κοινωνικής οικονομίας δεν είναι η κατανάλωση ως αυτοσκοπός αλλά η κάλυψη κατ’ αρχήν βασικών αναγκών, μέσω ισοδίκαιης κατανομής των πόρων και σχέσεων αλληλεγγύης.
Επίσης, θα πρέπει να τονίσουμε ότι είναι μια οικονομία ήπιων ανθρώπινων και οικολογικών ή αειφορικών μεγεθών, που δραστηριοποιείται σε μικρό τοπικό επίπεδο.
Τέλος, εκφράζει μια άλλη ηθική, δηλαδή ένα άλλο αξιακό σύστημα διαφορετικό από το σύστημα αξιών της καπιταλιστικής κερδοσκοπικής οικονομίας.
Ο ορισμός αυτός καλύπτει ένα ευρύ φάσμα οικονομικών δραστηριοτήτων, από συνεταιρισμούς μέχρι και τα δίκτυα ανταλλαγής.
Θα πρέπει να γίνει ένας διαχωρισμός. Υπάρχουν δύο φάσεις ιστορικής εξέλιξης της μορφής της κοινωνικής οικονομίας. Η πρώτη αφορά στην κλασική κοινωνική οικονομία, όπου συναντάμε από τη μία τους συνεταιρισμούς, τις διάφορες ενώσεις, τα σωματεία, τα αυτοδιαχειριζόμενα αλληλοβοηθητικά ταμεία (υγείας, δημοσιογράφων κ.λπ.), τα ιδρύματα, και από την άλλη, τους διάφορους συλλόγους και τις αστικές μη κερδοσκοπικές οργανώσεις (π.χ.Μ.Κ.Ο.).
Η πρώτη κατηγορία επιδιώκει τη βελτίωση της ζωής των μελών τους (που είναι οι «επωφελούμενοι»), ενώ η δεύτερη επιδιώκει τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των (επωφελούμενων) μη μελών τους (δραστηριοποιούνται στους τομείς της πρόνοιας και κοινωνικής φροντίδας, στο περιβάλλον, πολιτισμό κ.λπ.) όπου εδώ υπεισέρχεται και ο (συλλογικός) εθελοντισμός ο οποίος ανήκει στον τρίτο τομέα (είναι συνιστώσα).
Σ’ αυτούς τους τομείς δραστηριοποιούνται - όχι όμως σε εθελοντική βάση - από τη δεκαετία του 1980 και οι με διάφορες μορφές κοινωνικές επιχειρήσεις. Αυτές αφορά και το πρόσφατο νομοσχέδιο του υπουργείου Απασχόλησης για την κοινωνική οικονομία και κοινωνική επιχειρηματικότητα, όπου εισάγεται - θεσμοθετείται η «κοινωνική συνεταιριστική επιχείρηση». Εδώ, συχνά «παρεμβατικό» ρόλο παίζει το κράτος –υπό την έννοια της παραχώρησης σ’ αυτές τις οργανώσεις κλασικών αρμοδιοτήτων του, όπως είναι η πρόνοια, επανένταξη κ.λπ.Το κράτος λοιπόν χρησιμοποιεί ως βραχίονα αυτές τις οργανώσεις.
Με λίγα λόγια, πρόκειται για τη θεσμοθετημένη κοινωνική οικονομία. Είναι φορείς που έχουν ένα νομοθετικό πλαίσιο, διαφορετικούς τύπους καταστατικών, σύμφωνα με τα οποία δραστηριοποιούνται. Στις περισσότερες των περιπτώσεων (ιδίως εδώ και δύο δεκαετίες) οι δραστηριότητες της πρώτης από τις παραπάνω κατηγορίες της θεσμοθετημένης κοινωνικής οικονομίας εντάσσονται και στην οικονομία της αγοράς και λειτουργούν με τους όρους της και με όρους (αναγκαστικής) μεγέθυνσης. Για να γίνει αντιληπτό, μπορούμε να αναφέρουμε την Τράπεζα Credit Agricole, τον Συνεταιρισμό Μontragon με τις θυγατρικές του κ.ά.
Η άλλη μορφή είναι η άτυπη ή, ορθότερα, εναλλακτική, αλληλέγγυα, κοινωνική οικονομία.
Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της;
Εμφανίζεται στη δεκαετία του 1980 και αυτή όμως με ιστορικές ρίζες σε Καναδά, Ιαπωνία, Ευρώπη, Αυστραλία και στην Ελλάδα και δίνει το βάρος στην αλληλέγγυα φύση των δραστηριοτήτων της (εναλλακτικό - ισοδίκαιο και ηθικό - εμπόριο, αλληλέγγυα χρηματοδότηση και αποταμίευση, ενσωμάτωση - ένταξη μέσω οικονομικών δραστηριοτήτων).
Επιπλέον εστιάζει και σε νέες οργανωτικές μορφές - δίκτυα, είτε στον τομέα της εργασίας είτε των συναλλαγών, ιδίως στον αγροτικό τομέα (π.χ. AMAP στη Γαλλία, απευθείας δηλαδή πωλήσεις στους κατοίκους μιας περιοχής –γειτονιάς ή διαμερίσματος αγροτικών, κυρίως βιολογικών, προϊόντων) είτε χρησιμοποιώντας τοπικά εναλλακτικά ή συμπληρωματικά νομίσματα στο πλαίσιο Τοπικών Συστημάτων Ανταλλαγών.
Οι γυναίκες και οι νέοι αποτελούν ένα νεοεισαγόμενο στοιχείο στη νέα αυτή κοινωνική –αλληλέγγυα οικονομία, ενώ επίσης σ’ αυτή δεν συμμετέχουν αναγκαστικά άνεργοι ή ευπαθείς ομάδες ή μόνο όσοι έχουν χαμηλά εισοδήματα (π.χ.τα AMAP στη Γαλλία).
Από την άλλη και εδώ, έχουμε μια μορφή θεσμοποίησης (π.χ.το ηθικό - ισοδίκαιο εμπόριο γίνεται μέσω συνεταιρισμών, μάλιστα η διανομή τους γίνεται και μέσω των μεγάλων πολυεθνικών κέντρων διανομής - υπεραγορές, η αλληλέγγυα –«υπεύθυνη» χρηματοδότηση και αποταμίευση γίνεται μέσω εναλλακτικών –αλληλέγγυων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων). Άλλες πάλι δραστηριότητες αυτής της κατηγορίας είναι πλήρως άτυπες όπως τα συστήματα τοπικών ανταλλαγών (LETS στην Αγγλία ή SEL στη Γαλλία).
Τι συμβαίνει στην Ελλάδα;
Στην Ελλάδα, η τελευταία αυτή μορφή, άτυπη, αλληλέγγυας οικονομίας εμφανίζεται την τελευταία δεκαετία κυρίως υπό πειραματική περισσότερο μορφή.
Είναι τα συστήματα τοπικών ανταλλαγών, τα τοπικά κοινωνικά ή παράλληλα νομίσματα (ή συμπληρωματικά), για παράδειγμα η Τράπεζα Χρόνου Αττικής, που ξεκίνησε ως μια γυναικεία πρωτοβουλία το 2006 το ΕΤΕΜ Μαγνησίας, ο Οβολός στην Πάτρα που δημιουργήθηκε από μια πρωτοβουλία ενός επιχειρηματία για να τονώσει τη ρευστότητα σε μικρές τοπικές επιχειρήσεις (και θυμίζει το WIR του μεσοπολέμου στην Ελβετία). Επίσης,
Ποια είναι η ανάγκη που δημιούργησε όλα αυτά τα μορφώματα και πειράματα;
Κυρίως είναι η ανάγκη και η οικονομική κρίση, αλλά όχι μόνο. Είναι (εάν δεν είναι μόδα) και η μεταστροφή των νοοτροπιών και συμπεριφορών των καταναλωτών–χρηστών προς μια «υπευθυνοποίηση» (responsabilisation), υπό το βάρος και τα αδιέξοδα ενός αρπακτικού - μεγεθυνσιακού συστήματος (υπέρ παραγωγισμού, υπέρ καταναλωτισμού και κακοχρησίας).
Είναι η διεκδίκηση και η αναζήτηση ενός άλλου τρόπου παραγωγής και κατανάλωσης και, τελικά, ενός άλλου τρόπου ζωής.
Βέβαια υπάρχει μεγάλη απόσταση από το να συστήσουν όλα αυτά τα πειραματικά σχήματα ένα νέο (πολιτικό) πρόταγμα. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην κρίση που διανύουμε οι συνεταιριστικές ή εναλλακτικές–ηθικές τράπεζες ήταν οι μόνες που βγήκαν αλώβητες από αυτήν.
Ποια είναι η σχέση του κράτους και της κοινωνικής οικονομίας;
Η βαθμιαία απόσυρση του κράτους και η εξάρθρωση του κράτους πρόνοιας σε συνδυασμό με την παρατεταμένη συστημική κρίση, δημιούργησαν πρόσφορο έδαφος για την επέκταση δραστηριοτήτων στον τομέα της κοινωνικής οικονομίας. Σε αρκετές περιπτώσεις υπάρχει μια «εργαλειακή» αντίληψη για τους θεσμούς της κοινωνικής οικονομίας, στους οποίους μετακυλίονται ευθύνες με σκοπό να επωμισθεί η κοινωνία των πολιτών μέρος των ευθυνών που αναλογούν στο κράτος.
Συχνά, δραστηριοποιούνται επιχειρήσεις κοινωνικής οικονομίας όχι με αφετηρία την ικανοποίηση πραγματικών αναγκών ούτε με αλληλέγγυα οριζόντια δικτύωση και κινητοποίηση «από τα κάτω» των οικονομικά ασθενέστερων, αλλά με κίνητρα βασισμένα σε διοχετευόμενους πόρους μέσω διαφόρων προγραμμάτων (αναπτυξιακών και άλλων).Οι κρατικοδίαιτες και προγραμματοβόρες αυτές επιχειρήσεις, όταν δεν αποτελούν τον ομφάλιο λώρο του κρατικού κορπορατισμού, αποδεικνύονται θνησιγενείς και διαλύονται όταν στερέψουν οι πηγές χρηματοδότησης.
Πώς επηρεάζει η κοινωνική οικονομία την απασχόληση;
Σε συνθήκες κρίσης καταγράφεται διεθνώς μια τάση αύξησης του ρυθμού δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας στο πεδίο της κοινωνικής οικονομίας. Το φαινόμενο έχει δύο όψεις: η μία έχει να κάνει με την κινητοποίηση σε τοπικό, κυρίως, επίπεδο, της δημιουργικής πρωτοβουλίας της κοινωνικής οικονομίας που διαθέτει εν αφθονία τον τρίτο συντελεστή παραγωγής, τον εργασιακό, δηλαδή τον ανθρώπινο παράγοντα. Τούτο επιτυγχάνεται με την αξιοποίηση ενός αλληλέγγυου συστήματος παραγωγής και διάθεσης αγαθών και υπηρεσιών που συνιστά την κοινωνική οικονομία της αλληλεγγύης. Το σύστημα αυτό τείνει στη διεύρυνση της επιρροής ενός τομέα όπου η μισθωτή και εξαρτημένη εργασία παραχωρεί τη θέση της σε οριζόντιες και δημοκρατικές σχέσεις (συν)εργασίας, με τελικό στόχο - πρόταγμα την εξάλειψη της εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.
Η άλλη όψη - που είναι συμβατή με τις προωθούμενες στο πλαίσιο της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς δράσεις - συνδέεται αφενός με τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης για κοινωνικά αποκλεισμένες και ευπαθείς ομάδες και την τεχνητή άμβλυνση των κοινωνικών συνεπειών της ανεργίας, και αφετέρου συνδέεται με την εναρμόνιση προς στόχους (όπως π.χ αυτοί της ΕΕ) που έχουν τεθεί σχετικά με την ανταγωνιστικότητα, την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, τον περιορισμό του κοινωνικού φορτίου του κράτους.
Η λέξη οικονομία, συνειρμικά, φέρνει στο μυαλό των περισσότερων την έννοια του κέρδους. Μπορεί να συνοδεύεται και από επιθετικούς προσδιορισμούς όπως λογικό κέρδος, μεγάλο κέρδος, αισχρό αλλά, στον πυρήνα της σκέψης, είναι το κέρδος που καθοδηγεί την οικονομική δραστηριότητα. Σε αρκετούς, η λέξη οικονομία μπορεί και να διαχωρίζεται σε ιδιωτική και δημόσια, με τη δεύτερη να εξυπηρετεί το συλλογικό όφελος.
Τα τελευταία όμως χρόνια και, ελέω της οικονομικής δυσκολίας που αφορά όλο και περισσότερα κοινωνικά στρώματα, η Ελλάδα ανακαλύπτει ένα σχετικά καινούριο πρόσωπο της οικονομίας, την κοινωνική οικονομία ή για να είμαστε πιο ακριβείς, τον τρίτο τομέα της οικονομίας.
Τι είναι όμως κοινωνική οικονομία και πώς διαχωρίζεται από τους άλλους τομείς της οικονομίας, την εμπορευματική και τη δημόσια οικονομία;
Η συζήτηση που ακολουθεί με τον καθηγητή στο τμήμα Διοίκησης Κοινωνικών - Συνεταιριστικών Επιχειρήσεων και Οργανώσεων στο ΤΕΙ Μεσολογγίου, Τάκη Νικολόπουλο επιχειρεί να εξηγήσει, να αποσαφηνίσει τον όρο αλλά και να μας εξοικειώσει με τις διαφορετικές μορφές της.
Αν και μερικές φορές τα όρια είναι δυσδιάκριτα, όπως θα πει παρακάτω, υπάρχουν κάποια χαρακτηριστικά που διαφοροποιούν την κοινωνική οικονομία:
Είναι μια οικονομία φτιαγμένη από πολίτες και όχι καταναλωτές, για να καλύπτει τις ανάγκες τους, μέσω ισοδίκαιου καταμερισμού των πόρων. Η αλληλεγγύη και η δημοκρατική συμμετοχή είναι βασικό συστατικό της. Είναι «φιλική» με το περιβάλλον, αναπτύσσεται κατά κύριο λόγο τοπικά και με αειφορικές τεχνικές, ενώ δε στοχεύει στη μεγέθυνση των οικονομικών μονάδων.
Μπορεί να χωριστεί στην οργανωμένη θεσμική κοινωνική οικονομία - , σε αυτήν αναφέρεται και το πρόσφατο νομοσχέδιο του υπουργείο Εργασίας περί κοινωνικών επιχειρήσεων , που εισάγει για πρώτη φορά την έννοια της κοινωνικής συνεταιριστικής επιχείρησης.
Το πιο όμως ενδιαφέρον κομμάτι της, είναι η μη θεσμική,η εναλλακτική ή αλλήλεγγυα οικονομία. Αυτό το κομμάτι που πειραματίζεται με ανταλλαγές, νομίσματα, χαριστικά δίκτυα, ηθικό εμπόριο ενώ αναζητά ανθρώπινες λύσεις, σε μια δύσκολη οικονομική κατάσταση ή ως μια απάντηση ενός εναλλακτικού τρόπου ζωής.
συνέντευξη στην Τζούλη Ν.Καλημέρη
Πώς ορίζεται η Κοινωνική Οικονομία;Ο ορισμός είναι δύσκολος. Αναφερόμαστε στον (υπό ευρεία έννοια) τρίτο τομέα της Οικονομίας και τα όρια ανάμεσα στους τομείς δεν είναι πάντα ευδιάκριτα.Ο πρώτος τομέας αφορά στην ιδιωτική εμπορευματική οικονομία, δηλαδή τις επιχειρήσεις που λειτουργούν με σκοπό το κέρδος.Ο δεύτερος τομέας αφορά στη δημόσια ή κρατική οικονομία, που το κράτος ή άλλες μονάδες προσφέρουν αγαθά και υπηρεσίες με αναδιανεμητικό χαρακτήρα.
Ο τρίτος τομέας, λοιπόν, αφορά στο ευρύ πεδίο της αλληλέγγυας οικονομίας. Είναι μια οικονομική δραστηριότητα που ξεκινάει «από κάτω». Πρόκειται κατά κύριο λόγο για μια πρωτοβουλία των πολιτών («οικονομία των πολιτών», δηλαδή από τους πολίτες και για τις ανάγκες αυτών) που δεν αποσκοπεί στο κέρδος. Πρόκειται με άλλα λόγια για μια «οικονομία των (πραγματικών) αναγκών».
Θα μπορούσαμε να τονίσουμε ορισμένα χαρακτηριστικά της για να γίνει πιο αντιληπτό:
Η εκούσια συμμετοχή των ατόμων και η δημοκρατική έκφρασή τους είναι το πρώτο.
Η λειτουργία στο πλαίσιο της κοινωνίας και της κάλυψης των αναγκών των πολιτών, αναδεικνύει το δεύτερο χαρακτηριστικό, δηλαδή την αλληλεγγύη.
Στόχος της κοινωνικής οικονομίας δεν είναι η κατανάλωση ως αυτοσκοπός αλλά η κάλυψη κατ’ αρχήν βασικών αναγκών, μέσω ισοδίκαιης κατανομής των πόρων και σχέσεων αλληλεγγύης.
Επίσης, θα πρέπει να τονίσουμε ότι είναι μια οικονομία ήπιων ανθρώπινων και οικολογικών ή αειφορικών μεγεθών, που δραστηριοποιείται σε μικρό τοπικό επίπεδο.
Τέλος, εκφράζει μια άλλη ηθική, δηλαδή ένα άλλο αξιακό σύστημα διαφορετικό από το σύστημα αξιών της καπιταλιστικής κερδοσκοπικής οικονομίας.
Ο ορισμός αυτός καλύπτει ένα ευρύ φάσμα οικονομικών δραστηριοτήτων, από συνεταιρισμούς μέχρι και τα δίκτυα ανταλλαγής.
Θα πρέπει να γίνει ένας διαχωρισμός. Υπάρχουν δύο φάσεις ιστορικής εξέλιξης της μορφής της κοινωνικής οικονομίας. Η πρώτη αφορά στην κλασική κοινωνική οικονομία, όπου συναντάμε από τη μία τους συνεταιρισμούς, τις διάφορες ενώσεις, τα σωματεία, τα αυτοδιαχειριζόμενα αλληλοβοηθητικά ταμεία (υγείας, δημοσιογράφων κ.λπ.), τα ιδρύματα, και από την άλλη, τους διάφορους συλλόγους και τις αστικές μη κερδοσκοπικές οργανώσεις (π.χ.Μ.Κ.Ο.).
Η πρώτη κατηγορία επιδιώκει τη βελτίωση της ζωής των μελών τους (που είναι οι «επωφελούμενοι»), ενώ η δεύτερη επιδιώκει τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των (επωφελούμενων) μη μελών τους (δραστηριοποιούνται στους τομείς της πρόνοιας και κοινωνικής φροντίδας, στο περιβάλλον, πολιτισμό κ.λπ.) όπου εδώ υπεισέρχεται και ο (συλλογικός) εθελοντισμός ο οποίος ανήκει στον τρίτο τομέα (είναι συνιστώσα).
Σ’ αυτούς τους τομείς δραστηριοποιούνται - όχι όμως σε εθελοντική βάση - από τη δεκαετία του 1980 και οι με διάφορες μορφές κοινωνικές επιχειρήσεις. Αυτές αφορά και το πρόσφατο νομοσχέδιο του υπουργείου Απασχόλησης για την κοινωνική οικονομία και κοινωνική επιχειρηματικότητα, όπου εισάγεται - θεσμοθετείται η «κοινωνική συνεταιριστική επιχείρηση». Εδώ, συχνά «παρεμβατικό» ρόλο παίζει το κράτος –υπό την έννοια της παραχώρησης σ’ αυτές τις οργανώσεις κλασικών αρμοδιοτήτων του, όπως είναι η πρόνοια, επανένταξη κ.λπ.Το κράτος λοιπόν χρησιμοποιεί ως βραχίονα αυτές τις οργανώσεις.
Με λίγα λόγια, πρόκειται για τη θεσμοθετημένη κοινωνική οικονομία. Είναι φορείς που έχουν ένα νομοθετικό πλαίσιο, διαφορετικούς τύπους καταστατικών, σύμφωνα με τα οποία δραστηριοποιούνται. Στις περισσότερες των περιπτώσεων (ιδίως εδώ και δύο δεκαετίες) οι δραστηριότητες της πρώτης από τις παραπάνω κατηγορίες της θεσμοθετημένης κοινωνικής οικονομίας εντάσσονται και στην οικονομία της αγοράς και λειτουργούν με τους όρους της και με όρους (αναγκαστικής) μεγέθυνσης. Για να γίνει αντιληπτό, μπορούμε να αναφέρουμε την Τράπεζα Credit Agricole, τον Συνεταιρισμό Μontragon με τις θυγατρικές του κ.ά.
Η άλλη μορφή είναι η άτυπη ή, ορθότερα, εναλλακτική, αλληλέγγυα, κοινωνική οικονομία.
Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της;
Εμφανίζεται στη δεκαετία του 1980 και αυτή όμως με ιστορικές ρίζες σε Καναδά, Ιαπωνία, Ευρώπη, Αυστραλία και στην Ελλάδα και δίνει το βάρος στην αλληλέγγυα φύση των δραστηριοτήτων της (εναλλακτικό - ισοδίκαιο και ηθικό - εμπόριο, αλληλέγγυα χρηματοδότηση και αποταμίευση, ενσωμάτωση - ένταξη μέσω οικονομικών δραστηριοτήτων).
Επιπλέον εστιάζει και σε νέες οργανωτικές μορφές - δίκτυα, είτε στον τομέα της εργασίας είτε των συναλλαγών, ιδίως στον αγροτικό τομέα (π.χ. AMAP στη Γαλλία, απευθείας δηλαδή πωλήσεις στους κατοίκους μιας περιοχής –γειτονιάς ή διαμερίσματος αγροτικών, κυρίως βιολογικών, προϊόντων) είτε χρησιμοποιώντας τοπικά εναλλακτικά ή συμπληρωματικά νομίσματα στο πλαίσιο Τοπικών Συστημάτων Ανταλλαγών.
Οι γυναίκες και οι νέοι αποτελούν ένα νεοεισαγόμενο στοιχείο στη νέα αυτή κοινωνική –αλληλέγγυα οικονομία, ενώ επίσης σ’ αυτή δεν συμμετέχουν αναγκαστικά άνεργοι ή ευπαθείς ομάδες ή μόνο όσοι έχουν χαμηλά εισοδήματα (π.χ.τα AMAP στη Γαλλία).
Από την άλλη και εδώ, έχουμε μια μορφή θεσμοποίησης (π.χ.το ηθικό - ισοδίκαιο εμπόριο γίνεται μέσω συνεταιρισμών, μάλιστα η διανομή τους γίνεται και μέσω των μεγάλων πολυεθνικών κέντρων διανομής - υπεραγορές, η αλληλέγγυα –«υπεύθυνη» χρηματοδότηση και αποταμίευση γίνεται μέσω εναλλακτικών –αλληλέγγυων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων). Άλλες πάλι δραστηριότητες αυτής της κατηγορίας είναι πλήρως άτυπες όπως τα συστήματα τοπικών ανταλλαγών (LETS στην Αγγλία ή SEL στη Γαλλία).
Τι συμβαίνει στην Ελλάδα;
Στην Ελλάδα, η τελευταία αυτή μορφή, άτυπη, αλληλέγγυας οικονομίας εμφανίζεται την τελευταία δεκαετία κυρίως υπό πειραματική περισσότερο μορφή.
Είναι τα συστήματα τοπικών ανταλλαγών, τα τοπικά κοινωνικά ή παράλληλα νομίσματα (ή συμπληρωματικά), για παράδειγμα η Τράπεζα Χρόνου Αττικής, που ξεκίνησε ως μια γυναικεία πρωτοβουλία το 2006 το ΕΤΕΜ Μαγνησίας, ο Οβολός στην Πάτρα που δημιουργήθηκε από μια πρωτοβουλία ενός επιχειρηματία για να τονώσει τη ρευστότητα σε μικρές τοπικές επιχειρήσεις (και θυμίζει το WIR του μεσοπολέμου στην Ελβετία). Επίσης,
- Τα ανταλλακτικά δίκτυα σπόρων, όπως το Πελίτι (στο Παρανέστι Δράμας),
- Το Λόγω Τιμής,
- Τα χαριστικά δίκτυα και Παζάρια, όπως είναι το Χάρισε το, το Δώσε και Πάρε, το freecycle
- Διάφορα ιδιόμορφα συστήματα, όπως είναι το Μoneyback system στο Ηράκλειο Κρήτης
- Τα συνεταιριστικά γραφεία ευρέσεως εργασίας, όπως είναι το Παγκάκι στο Κουκάκι,
- Η κολεκτίβα Ν.Γουινέα, το Lunch Street Party, το Terra Verde,
- Το εναλλακτικό ισοδίκαιο εμπόριο Σπόρος,
- Ο Σκόρος (δίκτυο ανταλλαγής ρούχων) και άλλα.
Ποια είναι η ανάγκη που δημιούργησε όλα αυτά τα μορφώματα και πειράματα;
Κυρίως είναι η ανάγκη και η οικονομική κρίση, αλλά όχι μόνο. Είναι (εάν δεν είναι μόδα) και η μεταστροφή των νοοτροπιών και συμπεριφορών των καταναλωτών–χρηστών προς μια «υπευθυνοποίηση» (responsabilisation), υπό το βάρος και τα αδιέξοδα ενός αρπακτικού - μεγεθυνσιακού συστήματος (υπέρ παραγωγισμού, υπέρ καταναλωτισμού και κακοχρησίας).
Είναι η διεκδίκηση και η αναζήτηση ενός άλλου τρόπου παραγωγής και κατανάλωσης και, τελικά, ενός άλλου τρόπου ζωής.
Βέβαια υπάρχει μεγάλη απόσταση από το να συστήσουν όλα αυτά τα πειραματικά σχήματα ένα νέο (πολιτικό) πρόταγμα. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην κρίση που διανύουμε οι συνεταιριστικές ή εναλλακτικές–ηθικές τράπεζες ήταν οι μόνες που βγήκαν αλώβητες από αυτήν.
Ποια είναι η σχέση του κράτους και της κοινωνικής οικονομίας;
Η βαθμιαία απόσυρση του κράτους και η εξάρθρωση του κράτους πρόνοιας σε συνδυασμό με την παρατεταμένη συστημική κρίση, δημιούργησαν πρόσφορο έδαφος για την επέκταση δραστηριοτήτων στον τομέα της κοινωνικής οικονομίας. Σε αρκετές περιπτώσεις υπάρχει μια «εργαλειακή» αντίληψη για τους θεσμούς της κοινωνικής οικονομίας, στους οποίους μετακυλίονται ευθύνες με σκοπό να επωμισθεί η κοινωνία των πολιτών μέρος των ευθυνών που αναλογούν στο κράτος.
Συχνά, δραστηριοποιούνται επιχειρήσεις κοινωνικής οικονομίας όχι με αφετηρία την ικανοποίηση πραγματικών αναγκών ούτε με αλληλέγγυα οριζόντια δικτύωση και κινητοποίηση «από τα κάτω» των οικονομικά ασθενέστερων, αλλά με κίνητρα βασισμένα σε διοχετευόμενους πόρους μέσω διαφόρων προγραμμάτων (αναπτυξιακών και άλλων).Οι κρατικοδίαιτες και προγραμματοβόρες αυτές επιχειρήσεις, όταν δεν αποτελούν τον ομφάλιο λώρο του κρατικού κορπορατισμού, αποδεικνύονται θνησιγενείς και διαλύονται όταν στερέψουν οι πηγές χρηματοδότησης.
Πώς επηρεάζει η κοινωνική οικονομία την απασχόληση;
Σε συνθήκες κρίσης καταγράφεται διεθνώς μια τάση αύξησης του ρυθμού δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας στο πεδίο της κοινωνικής οικονομίας. Το φαινόμενο έχει δύο όψεις: η μία έχει να κάνει με την κινητοποίηση σε τοπικό, κυρίως, επίπεδο, της δημιουργικής πρωτοβουλίας της κοινωνικής οικονομίας που διαθέτει εν αφθονία τον τρίτο συντελεστή παραγωγής, τον εργασιακό, δηλαδή τον ανθρώπινο παράγοντα. Τούτο επιτυγχάνεται με την αξιοποίηση ενός αλληλέγγυου συστήματος παραγωγής και διάθεσης αγαθών και υπηρεσιών που συνιστά την κοινωνική οικονομία της αλληλεγγύης. Το σύστημα αυτό τείνει στη διεύρυνση της επιρροής ενός τομέα όπου η μισθωτή και εξαρτημένη εργασία παραχωρεί τη θέση της σε οριζόντιες και δημοκρατικές σχέσεις (συν)εργασίας, με τελικό στόχο - πρόταγμα την εξάλειψη της εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.
Η άλλη όψη - που είναι συμβατή με τις προωθούμενες στο πλαίσιο της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς δράσεις - συνδέεται αφενός με τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης για κοινωνικά αποκλεισμένες και ευπαθείς ομάδες και την τεχνητή άμβλυνση των κοινωνικών συνεπειών της ανεργίας, και αφετέρου συνδέεται με την εναρμόνιση προς στόχους (όπως π.χ αυτοί της ΕΕ) που έχουν τεθεί σχετικά με την ανταγωνιστικότητα, την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, τον περιορισμό του κοινωνικού φορτίου του κράτους.
ΠΗΓΗ : in.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου